Λατοίδας

Λατοίδας
Λᾱτοίδας (-οίδας, -οδας, -οίδα, -οδα, -οδαν; -οίδαισιν.)
1 child of Leto Apollo,

ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον P. 4.259

Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοδας ἅρπασ P. 9.5

θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

ἄλσος Ἀπόλλωνος, τόθι Λατοδαν μελπόμεναι ποδὶ κροτέο[ντι Pae. 6.15

ἰατῆρα θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοδα κεκλημένον ἢ πατέρος (v. καλέω) P. 3.67 pl., Apollo and Artemis,

Λατοίδαισιν ὀφειλόμενον Πυθῶνί τ' αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3

fragg., Λ]ατοϊδαιν[ Πα. 12a. 4. Λατοιδ[α (supp. Snell) ?fr. 344. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λατοίδας — Λᾱτοΐδᾱς , Λητοίδης son of Leto masc acc pl (doric) Λᾱτοΐδᾱς , Λητοίδης son of Leto masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητοΐδης — Λητοΐδης, αιολ., και δωρ. τ. Λατοΐδας, ὁ (Α) [Λητώ] ο γιος τής Λητούς, ο Απόλλων …   Dictionary of Greek

  • χαιτήεις — και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, εσσα, εν, Α 1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς τής Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ. β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”